κτητικοί

κτητικοί
κτητικός
acquisitive
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”